- αναπληρώσιμος
- η , ο[ν] заменимый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναπληρώσιμος — η, ο αυτός, για τον οποίο υπάρχει δυνατότητα αναπληρώσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπλήρωσις ( η). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Σπ. Παγανέλη στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek