αναπληρώσιμος

αναπληρώσιμος
η , ο[ν] заменимый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αναπληρώσιμος" в других словарях:

  • αναπληρώσιμος — η, ο αυτός, για τον οποίο υπάρχει δυνατότητα αναπληρώσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπλήρωσις ( η). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Σπ. Παγανέλη στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»